- ἐνδείκτης
- ἐνδείκ-της, ον, ὁ,A informer, complainant, UPZ69.4 (ii B.C.), LXX 2 Ma.4.1, Philostr. VS2.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδείκτης — ο (Α ἐνδείκτης) νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων οργάνων (καθοδικών σωλήνων) ραδιοηλεκτρικών συσκευών, που χρησιμεύουν ως δείκτες σημάτων φωτός και ήχου 2. φρ. «ενδείκτης ύψους και πυροσωλήνα» όργανο για τον καθορισμό τής διεύθυνσης τής… … Dictionary of Greek
φιλενδείκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να επιδεικνύεται, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐνδείκτης (< ἐνδεικνύω «δείχνω, φανερώνω»)] … Dictionary of Greek